- ἔπειρον
- πείρωpierceimperf ind act 3rd plπείρωpierceimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅπειρον — ἄπειρον , ἄπειρος 1 without trial masc/fem acc sg ἄπειρον , ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc sg ἄπειρον , ἄπειρος 2 boundless masc/fem acc sg ἄπειρον , ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc sg ἄ̱πειρον , ἤπειρος terra firma fem acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… … Dictionary of Greek